- αντισκώπτω
- ἀντισκώπτω (Α)σκώπτω, περιπαίζω κάποιον που με σκώπτει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντισκώπτει — ἀντισκώπτω mock in return pres ind mp 2nd sg ἀντισκώπτω mock in return pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεσκώπτετο — ἀντισκώπτω mock in return imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισκῶψαι — ἀντισκώπτω mock in return aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισκώπτων — ἀντισκώπτω mock in return pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέσκωψε — ἀντισκώπτω mock in return aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντέσκωψεν — ἀντισκώπτω mock in return aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)